- Γηρυόνης
- Γηρυόνηςa poem on Geryonmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γηρυόνης ή Γηρυονεύς ή Γηρυών — Μυθολογικό πρόσωπο (ετυμολογικά το όνομα προέρχεται από το αρχαίο γηρύω = φωνάζω). Γίγαντας τρισώματος ή τρικέφαλος, που αναφέρεται για πρώτη φορά στα ποιήματα του Ησίοδου. Ήταν γιος του Χρυσάορος και της Ωκεανίδας Καλλιρρόης και εγγονός της… … Dictionary of Greek
Γηρυόνης — ο γίγαντας της μυθολογίας με τρία σώματα, που τον σκότωσε ο Ηρακλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γηρυόνα — Γηρυόνης a poem on Geryon masc acc sg Γηρυόνᾱ , Γηρυόνης a poem on Geryon masc nom/voc/acc dual Γηρυόνης a poem on Geryon masc voc sg Γηρυόνᾱ , Γηρυόνης a poem on Geryon masc gen sg (doric aeolic) Γηρυόνης a poem on Geryon masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυόνας — Γηρυόνης a poem on Geryon masc acc pl Γηρυόνᾱς , Γηρυόνης a poem on Geryon masc acc pl Γηρυόνᾱς , Γηρυόνης a poem on Geryon masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυονεύς — Γηρυόνης a poem on Geryon masc nom sg Γηρυονεύς a poem on Geryon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυονῆα — Γηρυόνης a poem on Geryon masc acc sg (epic ionic) Γηρυονεύς a poem on Geryon masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυονῆι — Γηρυόνης a poem on Geryon masc dat sg (epic ionic) Γηρυονεύς a poem on Geryon masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυονῆος — Γηρυόνης a poem on Geryon masc gen sg (epic ionic) Γηρυονεύς a poem on Geryon masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυόνη — Γηρυόνης a poem on Geryon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γηρυόνην — Γηρυόνης a poem on Geryon masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)